- ζατρίκι
- το και ζατρίκιο, το (λ. περσ.), είδος παιχνιδιού, το σκάκι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ζατρίκιο — και ζατρίκι (ΑΜ ζατρίκιον) είδος παιχνιδιού, το σκάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περσ. sachrats] … Dictionary of Greek
σατράντζι — το, Ν 1. επίπεδη σανίδα από ξύλο πάνω στην οποία παίζεται το σκάκι 2. (κατ επέκτ.) το παιχνίδι σκάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περσ. sachrats (πρβλ. ζατρίκι[ον])] … Dictionary of Greek